- ταινιῶ
- ταινιάζωfut ind act 1st sg (attic epic ionic)ταινιόωbind with a headbandpres subj act 1st sgταινιόωbind with a headbandpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταινιώνω — ταινιῶ, όω, ΝΑ [ταινία] 1. περιβάλλω με ταινίες 2. στολίζω με ταινία αρχ. 1. μέσ. ταινιοῡμαι, όομαι φορώ ταινία γύρω από το κεφάλι μου 2. παθ. στεφανώνομαι («τῆς σῆς ἑορτῆς ἀξίως παίσαντα καὶ σκώψαντα νικήσαντα ταινιοῡσθαι», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
καταταινιώ — καταταινιῶ, όω (Α) δένω με ταινία, με επίδεσμο, δένω επιμελώς, επιδένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ταινιῶ «περιδένω με ταινία»] … Dictionary of Greek
ταινιωτής — ὁ, Μ [ταινιῶ] αυτός που στεφανώνει, στεφανωτής* … Dictionary of Greek